ἡσυχοποιός

ἡσυχοποιός
ἡσῠχ-οποιός,
A silentiarius, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ησυχοποιός — ἡσυχοποιός, ό (Α) ο σιλεντιάριος*, ο επιστάτης που επέβαλλε την ησυχία και γενικά επέβλεπε την τήρηση τής εθιμοτυπίας στη βυζαντινή αυλή ή σε μοναστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + ποιος (< ποιώ), πρβλ. θορυβο ποιός, κακο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”